ultimar - ορισμός. Τι είναι το ultimar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι ultimar - ορισμός


ultimar      
verbo trans.
1) Dar fin a alguna cosa, acabarla, concluirla.
2) América. Botánica. Matar.
ultimar      
ultimar (del lat. "ultimare")
1 tr. Hacer la última parte de una cosa o las últimas operaciones en ella: "Están ultimando los preparativos para el congreso [o el programa de los festejos]". Acabar, *terminar. Elaborar un acuerdo después de unas negociaciones: "Las potencias ultimaron un tratado de paz".
2 (Hispam.) Matar a una persona o animal.
ultimar      
Sinónimos
verbo
2) fumarse: fumarse, resumir, replegar
Antónimos
verbo
empezar: empezar, nacer, comenzar, iniciar, arrancar, abrir, principiar, inaugurar, romper, abrir camino, dar comienzo
Palabras Relacionadas
2) VER: VER, matar
VER: matar
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για ultimar
1. A la Asamblea General se atribuye el cometido de ultimar dichos detalles durante el próximo ańo.
2. Y los operarios se afanan en ultimar los detalles.
3. De modo que la comisión deberá trabajar a buen ritmo para ultimar los detalles.
4. Dirigentes del PSOE y del PSC ya han abierto contactos para ultimar el programa de campańa.
5. Para ello utilizó un cuaderno con muchas recetas de su abuela y tres años para ultimar su elaboración.
Τι είναι ultimar - ορισμός